- βαστάσει
- βαστάζωlift upaor subj act 3rd sg (epic)βαστάζωlift upfut ind mid 2nd sgβαστάζωlift upfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασταγή — η (Α βασταγή) [βαστάζω] 1. ό,τι μπορεί να βαστάσει, να κρατήσει και να μεταφέρει κάποιος 2. δέμα … Dictionary of Greek